τροϊλίτης

τροϊλίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού σιδήρου, που αποτελεί ποικιλία τού μαγνητοπυρίτη και είναι σημαντικό συστατικό μερικών μετεωριτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. troilite < Dominico Troili, όν. Ιταλού επιστήμονα τού 18ου αιώνα + κατάλ. -ite (< κατάλ. -ίτης*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”